- ψαύω
- ΝΑαγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλωναρχ.1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.)2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.)3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειεςβ) ασκώ επιβλαβή επίδρασηγ) προσπαθώ5. φρ. «ἐπίπεδα ψαύοντα»μαθημ. εφαπτόμενα επίπεδα (Αρχιμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για καθαρά ελλ. σχηματισμό από το θ. τού ψήω* / ψάω / ψῆν τρίβω και σκουπίζω» (πρβλ. και τον σχηματισμό τών ψαίω, ψαίρω, ψίω), κατά τα χραύω, χναύω*, θραύω].
Dictionary of Greek. 2013.